- ἐπίγνωστος
- -ος,-ον A 0-0-0-1-0=1 Jb 18,19known; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ἐπίγνωστος — known masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίγνωστος — ἐπίγνωοτος, ον (Α) [γνωστός] φανερός, γνωστός … Dictionary of Greek